- εὐρύτιμος
- εὐρῠτῑμος1 widely honoured
εὐρυτίμου Διὸς O. 1.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐρυτίμου Διὸς O. 1.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek
Εὐρυτίμου — Εὐρύτιμος honoured far and wide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
εὐρυτίμου — εὐρυτί̱μου , εὐρύτιμος honoured far and wide masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)